- μοσασαύρια
- τα(παλαιοντ.) απολιθωμένη οικογένεια ερπετών που περιλαμβάνει υδρόβιες σαύρες συγγενείς προς τους σύγχρονους βαράνους.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. mosasauria < mosasaurus < Μosa, λατ. ονομ. τού ποταμού Μεύση, όπου ανακαλύφθηκαν τα πρώτα γνωστά είδη].
Dictionary of Greek. 2013.